- ὤρυγμα
- ὠρυθμόςa howlingneut nom/voc/acc sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ώρυγμα — ύγματος, τὸ, Α 1. ωρυγή 2. μτφ. ο άγριος παφλασμός τών κυμάτων. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὠρύομαι, με ουρανική παρέκταση γ (πρβλ, ἐρεύ γ ομαι [II], ὀρυμαγδός)] … Dictionary of Greek